- διαβουκολώ
- (ε) μετ. надувать, водить 3έ нос;
διαβουκολούμαι — обманываться, самообольщаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβουκολούμαι — обманываться, самообольщаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβουκολώ — (AM διαβουκολῶ, έω) παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον δίνοντας του ψεύτικες ελπίδες ||| αρχ. «διαβουκολοῡμαί τινι» εξαπατώ τον εαυτό μου με κάτι … Dictionary of Greek
διαβουκόληση — η η παραπλάνηση με την καλλιέργεια ψευδών, φρούδων ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαβουκολώ. Η λ. στον λόγιο τύπο, διαβουκόλησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αναστ. Γούδα] … Dictionary of Greek